Μοντρέ

Μοντρέ
(Montreux). Πόλη (περ. 22.400 κάτ. το 2001). της Ελβετίας, στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Ανήκει στο καντόνι Βο. Είναι κυρίως τουριστικό κέντρο. Σε μικρή απόσταση από την πόλη αυτή βρίσκεται ο πύργος Σιγιόν, που έχει μετατραπεί σε μουσείο. Συνθήκη του Μ. Συνθήκη που καθόρισε το διεθνές νομικό καθεστώς των τουρκικών στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Ήταν αποτέλεσμα διεθνούς συνδιάσκεψης στην πόλη Μ. της Ελβετίας το 1936 με τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ, της Τουρκίας, της Μ. Βρετανίας της Γαλλίας, της Βουλγαρίας της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε για τα εμπορικά σκάφη όλων των χωρών το δικαίωμα της ελεύθερης διόδου των Στενών, τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και κατά τη διάρκεια πολέμου. Για τα πολεμικά πλοία των χωρών της Μαύρης θάλασσας, οποιασδήποτε κατηγορίας, ορίστηκε ότι μπορούν να περνούν τα στενά σε καιρό ειρήνης, αφού προηγουμένως προειδοποιήσουν τις τουρκικές αρχές. Με διατάξεις της ίδιας συνθήκης θεσπίστηκαν ουσιαστικοί περιορισμοί στη διέλευση πολεμικών πλοίων κρατών που δεν ανήκουν σε αυτά της Μαύρης θάλασσας, και μάλιστα ανάλογα με τη κατηγορία και τη χωρητικότητα τους. Επιπλέον, σε περίπτωση που η Τουρκία εμπλακεί σε πόλεμο ή θεωρήσει ότι βρίσκεται κάτω από άμεση πολεμική απειλή, είχε το δικαίωμα να επιτρέψει ή να απαγορεύσει τη διέλευση από τα Στενά οποιουδήποτε πολεμικού πλοίου. Τέλος, κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων στις οποίες η Τουρκία δεν θα μετείχε, τα Στενά θα έπρεπε να είναι κλειστά για τη διέλευση πολεμικών σκαφών κάθε εμπόλεμης δύναμης. Το 1951 η Μ. συνθήκη ανανεώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Βο ή Βάαντ — (γαλλ. Vaud, γερμ. Waadt). Ομόσπονδο καντόνι (3.211 τ. χλμ., 625.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Ελβετίας, με πρωτεύουσα τη Λοζάνη (117.000 κάτ. το 2002), στη λίμνη της Γενεύης (ή, αλλιώς, λίμνη Λεμάν). Συνορεύει ΒΔ με τη Γαλλία και Ν με τα… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Βον, Στίβι Ρέι — (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής. Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο της γενιάς του. Μεγάλωσε στον… …   Dictionary of Greek

  • Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Γενεύης, λίμνη — (γαλλ. Lac Leman, γερμ. Genfer See). Λίμνη (582 τ. χλμ.) της δυτικής Ελβετίας, στα σύνορα με τη Γαλλία, η μεγαλύτερη αλπική λίμνη. Η λεκάνη της, η οποία οφείλεται στην εκσκαφική δράση του παγετώνα του Ροδανού, έχει το χαρακτηριστικό σχήμα τόξου… …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Λόος, Άντολφ — (Adolf Loos, Μπρνο Μοραβίας 1870 – Βιέννη 1933). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1893 96) και επηρεάστηκε βαθιά από την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου ορισμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”